εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
MULIER, a MOLLITIE — Isidoro l. 12. c. 2. unde mollior turba, apud Stat. Theb. l. 6. c. 131. cinxêre Lycurgum Lernaei Proceres, genitricem mollior ambit Turba Muliebris sexus exponitur veteri Scholiastae. Vide Varronem, laudatum Lactantio de Opificio Dei c. 12. Cum… … Hofmann J. Lexicon universale
PECTEN — I. PECTEN enis, apud Cyrillum in Glossario, πλὴκτρον, Latine quoque plectrum est: a significatione alterius inflexione hac distinctum. Quam tamen Auctores non observant. Virgilius de Orpheo, l. 6. Aen. v. 645. Non non Threicius longa cum veste… … Hofmann J. Lexicon universale
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αδενοπάθεια — Πάθηση που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια οξείας μορφής ασθενειών του αναπνευστικού συστήματος (βρογχίτιδα, βρογχοπνευμονία, γρίππη, κοκίτης). Μπορεί να διαρκέσει μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ανάλογα με τη λοιμώδη νόσο που την έχει… … Dictionary of Greek
αμυγδαλές — Λεμφικά όργανα που αποτελούνται από λεμφοζίδια όμοια με αυτά των λεμφαδένων·οι σπουδαιότερες κατασκευές του τύπου αυτού είναι εκείνες που περιβάλλουν το αρχικό τμήμα των αεροφόρων οδών και σε αυτές αναφέρεται συχνότερα o όρος α. Ο βλεννογόνος του … Dictionary of Greek
αποβολή — Η απόρριψη, η απώλεια, το χάσιμο· η άμβλωση, ο πρόωρος τοκετός. Α. λέγεται επίσης η απαγόρευση φοίτησης μαθητή σε σχολείο και ενέχει τον χαρακτήρα πειθαρχικής τιμωρίας. Η α. αυτή μπορεί να είναι προσωρινή ή οριστική. Α. επιβάλλεται και από τις… … Dictionary of Greek
αποκαρώνω — (Α ἀποκαρῶ, όω) κάνω κάποιον να περιπέσει σε λήθαργο, αποκοιμίζω, αποβλακώνω νεοελλ. 1. θαμπώνω, καταπλήσσω κάποιον 2. η μτχ. αποκορωμένος, η, ο (με έννοια αποτροπιασμού) «αποκορωμένο νάναι το κακό», «η αποκορωμένη» (για οποιαδήποτε λοιμώδη ή… … Dictionary of Greek
αρθρίτιδα — Φλεγμονή, οξεία ή χρόνια, ολόκληρης της άρθρωσης ή τμημάτων της, που μερικές φορές συνοδεύεται από ενδοαρθρικό εξίδρωμα ορώδες ή ακόμα και πυώδες· ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να την προκαλέσουν βακτηρίδια, ιοί, αλλεργίες, διαταραχές του… … Dictionary of Greek
γλυκαιμία — Όρος που περιγράφει την αύξηση του ποσού του σακχάρου (γλυκόζης) στο αίμα. Φυσιολογικά το ποσό αυτό της γλυκόζης σε νηστικό άτομο το πρωί κυμαίνεται από 80 έως 120 mg ανά 100 ml αίματος· ύστερα από γεύμα και μάλιστα πλούσιο σε σάκχαρο μπορεί να… … Dictionary of Greek